- κοκάλωμα
- και κοκκάλωμα, το [κοκαλώνω]1. κοκάλιασμα*2. το να μένει κάποιος άναυδος, εκστατικός, εμβρόντητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκάλωμα — το, ατος 1. σκλήρυνση. 2. ακαμψία των άκρων του ανθρώπινου σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμάρωμα — το [μαρμαρώνω] 1. επένδυση ή επίστρωση με μάρμαρο 2. μετατροπή σε μάρμαρο, απολίθωση 3. στερεοποίηση, αποσκλήρυνση, υπερβολική πήξη, κατά την οποία ένα αντικείμενο γίνεται σκληρό σαν μάρμαρο 4. μτφ. η κατάσταση τού ανθρώπου που από κατάπληξη… … Dictionary of Greek
κοκάλιασμα — το, ατος 1. σκλήρυνση, κοκάλωμα. 2. ακαμψία των άκρων του ανθρώπινου σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)